νωθράς

From LSJ
Revision as of 16:15, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νωθράς Medium diacritics: νωθράς Low diacritics: νωθράς Capitals: ΝΩΘΡΑΣ
Transliteration A: nōthrás Transliteration B: nōthras Transliteration C: nothras Beta Code: nwqra/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, A = βαλλωτή, Ps.-Dsc.3.103.

Greek Monolingual

νωθράς, -άδος, ἡ (Α)
το φυτό βαλλωτή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νωθρός + επίθημα -άς. Το φυτό ονομάστηκε έτσι λόγω της φαινομενικής ακινησίας τών κλάδων του (πρβλ. νωθουρίς)].