παγκτητικός

From LSJ
Revision as of 18:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παγκτητικός Medium diacritics: παγκτητικός Low diacritics: παγκτητικός Capitals: ΠΑΓΚΤΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: panktētikós Transliteration B: panktētikos Transliteration C: pagktitikos Beta Code: pagkthtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A offull ownership, κυρεία Inscr.Perg.245 C46.

Greek Monolingual

παγκτητικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παντελή κατοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + κτητικός (< κτητός < κτῶμαι].