παγκαρπία

Revision as of 18:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, = foreg., Anticl.13, Thphr.HP9.8.7; A π. νηφάλιος IG22.1367. II at Alexandria, a kind of sweet cake, Harp.Mend. ap. Ath.14.648b.

German (Pape)

[Seite 435] ἡ, Sammlung von allerlei Früchten u. ein Opfer davon, Soph. frg. 464; μελιτοῦττα, eine Art Kuchen, Theophr.; vgl. Ath. XIV, 648 b u. Anticlid. ib. XI, 473 c; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παγκαρπία: ἡ, προσφορὰ ἐκ παντὸς εἴδους καρπῶν, συμμιγὴς π. Σοφ. Ἀποσπ. 464, πρβλ. ἐπιγραφ. Ἀττ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 523. 15, Ἀντικλείδης παρ’ Ἀθην. 473C, πρβλ. 648B, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 8, 7 (ἔνθα τὸ παγκαρπίαν ἐσφαλμένως ἐνομίσθη ὡς ἐπίθ.): ὁ Εὐρ. (Ἀποσπ. 904) ἔχει παγκάρπεια, χάριν τοῦ μέτρου ἐν ἀναπαιστικῷ στίχῳ. ΙΙ. εἶδος γλυκέος πλακοῦντος, Ἀλέξανδρ. παρ’ Ἀθην. 648Β.

Russian (Dvoretsky)

παγκαρπία: ἡ набор из всевозможных плодов (συμμιγής Soph.).

English (Woodhouse)

fruit of all kinds