παραγραμματεύω
From LSJ
οὐ γὰρ συμφύεται τὰ πεπηγότα ὤσπερ τὰ ὑγρά (Aristotle, Meteorologica 348a.14) → since solid bodies/frozen drops cannot coalesce like liquid ones
English (LSJ)
A alter by changing a letter: hence, make an alliterative pun on a name, Sch.Ar.Eq.78; cf. γράμμα II. 1c.
Greek Monolingual
Α
παραγραμμοτίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παραγραμματίζω κατά τα ρ. σε -εύω].