περίκλεισις
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
English (LSJ)
εως, ἡ, A enclosing all round, Theol.Ar.60.
Greek (Liddell-Scott)
περίκλεισις: -εως, ἡ, τὸ περικλείειν ὁλόγυρα, Θεολ. Ἀριθμ. σ. 60.
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
Full diacritics: περίκλεισις | Medium diacritics: περίκλεισις | Low diacritics: περίκλεισις | Capitals: ΠΕΡΙΚΛΕΙΣΙΣ |
Transliteration A: períkleisis | Transliteration B: perikleisis | Transliteration C: perikleisis | Beta Code: peri/kleisis |
εως, ἡ, A enclosing all round, Theol.Ar.60.
περίκλεισις: -εως, ἡ, τὸ περικλείειν ὁλόγυρα, Θεολ. Ἀριθμ. σ. 60.