περισιδηρόομαι
From LSJ
Ἐχθροὺς ἀμύνου μὴ ‘πὶ τῇ σαυτοῦ βλάβῃ → Ulciscere hostem, non tamen damno tuo → Die Feinde wehre ohne Schaden für dich ab
English (LSJ)
Pass., A to be cased with iron, Bito 49.5, Stud.Pal. 20.67r.6 (ii/iii A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
περισῑδηρόομαι: Παθ., περιβάλλομαι ἢ περικαλύπτομαι διὰ σιδήρου, Ἀρχ. Μαθ. 107.