[στᾰ], τό, A sheep-pen, Gloss.
τὸ, Αμαντρί προβάτων, στάνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον + -στάσιον (< -στάτης < ἵστημι), πρβλ. κλιμακο-στάσιο(ν)].