στάνη
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
Greek Monolingual
η, Ν
1. χώρος όπου οι βοσκοί εγκαθιστούν τα κοπάδια τών ζώων τους και εκτελούν, σε ιδιαίτερους χώρους, τις εργασίες για την παραγωγή του γάλακτος και του τυριού, αλλ. ποιμνιοστάσιο, μάντρα, στρούγκα
2. (κατ' επέκτ.) απλή κτηνοτροφική μονάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβ. stan].
Translations
Bulgarian: кошара; Chinese Mandarin: 羊圈; Dutch: schapenstal, schaapskooi; English: sheep pen, sheep-pen, pen, pen for sheep, enclosure for sheep, sheepcote, sheepfold, fold; French: bergerie; German: Schafstall, Schafhürde; Gothic: 𐌰𐍅𐌹𐍃𐍄𐍂; Greek: στάνη, μαντρί, στρούγκα, μάντρα, ποιμνιοστάσιο, προβατοστάσιο; Ancient Greek: προβατοστάσιον, προβατών, προβατεών; Irish: cró caorach; Italian: ovile; Japanese: 羊小屋; Latin: ovile; Macedonian: трло; Polish: owczarnia; Portuguese: aprisco, redil; Romanian: stână, țarc, oierie; Russian: овчарня, загон для овец, кошара; Spanish: aprisco, majada, redil; Volapük: jipacek; Welsh: corlan