προεκρήγνυμαι

Revision as of 21:32, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

Pass., A break out suddenly or prematurely, χειμῶνες π. Hp.Epid.1.4; also of diseases, Id.Hum.13, Gal.9.916.

Greek (Liddell-Scott)

προεκρήγνῠμαι: Παθητ., ἐκρήγνυμαι αἰφνιδίως, μάλιστα ἐπὶ νόσων, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Αϳ, 942, πρβλ. 50. 51.

Greek Monolingual

Α
1. εκρήγνυμαι, ξεσπάω πρόωρα («χειμῶνες οὐ κατὰ καιρὸν, ἀλλ' ἐξαίφνης... προεκρηγνύμενοι», Ιπποκρ.)
2. (για νόσο) εμφανίζομαι ξαφνικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐκρήγνυμαι «σπάζω, ξεσπώ»].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-εκρήγνυμαι plotseling\n of voortijdig uitbreken (o.a. van ziekten).