προπάλαιος

Revision as of 21:52, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

[ᾰ], ον, A very old, οἶνος Orib.5.33.1; ἔλαιον Aët.15.14.

German (Pape)

[Seite 738] sehr alt, von sehr alter Zeit her, zw., s. Lob. Phryn. 47.

Greek (Liddell-Scott)

προπάλαιος: -ον, λίαν παλαιός, Συνέσ. 132Β, Ὀρειβάσ. 83 Matth.· ― συγκρ. προπαλαιότερος, Τζέτζ. Ἱστ. 2. 173, 175.

Spanish

muy viejo

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
πολύ παλαιός, παμπάλαιος
μσν.
ο παλιότερος σε σύγκριση με κάποιον άλλο.