προσδοκητός

Revision as of 22:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ή, όν, A expected, πάντα π. μοι A.Pr.935; τύχη οὐ π. Polystr.Herc.346p.78V.

Greek (Liddell-Scott)

προσδοκητός: -ή, -όν, προσδοκώμενος, περιμενόμενος, Αἰσχύλ. Πρ. 935.

Greek Monolingual

-ή, -ό / προσδοκητός, -ή, -όν, ΝΑ προσδοκῶ
αυτός που αναμένεται με ελπίδα.

Greek Monotonic

προσδοκητός: -ή, -όν (προσδοκάω), προσδοκώμενος, αναμενόμενος, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσδοκητός -ή -όν [προσδοκάω] verwacht.

Middle Liddell

προσδοκητός, ή, όν προσδοκάω
expected, Aesch.