προσδοκάω

From LSJ

οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος → you can't take from one who doesn't have, you can't squeeze blood out of a turnip, you can't get blood out of a turnip, you can't get blood from a stone, you can't get blood out of a stone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσδοκάω Medium diacritics: προσδοκάω Low diacritics: προσδοκάω Capitals: ΠΡΟΣΔΟΚΑΩ
Transliteration A: prosdokáō Transliteration B: prosdokaō Transliteration C: prosdokao Beta Code: prosdoka/w

English (LSJ)

Ion. προσδοκέω (which is sometimes found as f.l., e.g. in Plb.23.7.3): fut. -ήσω: aor. -εδόκησα: pf.
A προσδεδόκηκα Memn.45.3:—expect, whether in hope or fear; mostly c. inf. fut., expect that one will do or that a thing will be, A.Pr.930,988, Hdt.1.42, 7.156,235, Pl.Lg. 699b, etc.: c. inf. aor. and ἄν, that one would do or that a thing would be, Ar.Ra.556, Pl.Cra.438e, X.Lac.1.3, etc.: without ἄν, Μενέλεων.. προσδόκα μολεῖν(= τὸ μολεῖν αὐτόν) expect his arrival, A.Ag. 675.
2 c. inf. pres., think, suppose that one is doing or that a thing is, E.Alc.1091, Pl.Lg.803e, X.An.6.1.16: c. inf. pf., think that a thing has been.., Pl.Plt. 275a.
3 c. acc. rei, expect, look for a thing, A.Pr.1026, S.Ph.784, Ar.V.56, Antipho 5.19, X.Eq.8.14, etc.; π. τινά expect, wait for a person, E.Alc.363, X.HG3.1.20, etc.; σωτῆρας σφῶν π. Pl.Tht.170b.
4 abs., ἰλλὸς γεγένημαι προσδοκῶν from expectation, Ar.Th.846; μηδεὶς.. προσδοκησάτω ἄλλως (sc. τοῦτ' ἔσεσθαι) Pl.Ap.17c; πρᾶγμ' ἔστ' ἐπίπονον τὸ προσδοκᾶν Men.Kith.Fr.7.
5 Pass., τὸ προσδοκώμενον, opp. τὰ ἄελπτα, E.Fr.550; τὸ π. ὑπὸ τῶν πολλῶν Pl.Lg.966e, etc.; ἐλπίδα τῶν δωρειῶν προσδοκᾶσθαι D.Ep.2.5; θᾶσσον ἢ προσεδοκήθη Plu.2.204d.
6 Pass., also, ὁ Νικίου οἶκος προσεδοκᾶτο εἶναι.. ἑκατὸν ταλάντων was supposed to be worth... Lys.19.47; προσεδοκᾶτο ἔχειν ib.48.
7 hesitate, περί τινος J. BJ7.8.4.

German (Pape)

[Seite 756] ion. -δοκέω (simpl. δοκεύω), erwarten, vermuten, fürchten und hoffen; τοιοῦδε μόχθου τέρμα μή τι προσδόκα, Aesch. Prom. 1028; gew. mit dem inf. fut., εἰ προσδοκᾷς ἐμοῦ τι πευσεῖσθαι πάρα Prom. 990, καὶ προσδοκᾶν χρὴ δεσπόσειν Ζηνός τινα, 932; auch προσδόκα μολεῖν, Ag. 661; καὶ τί προσδοκῶ νέον, Soph. Phil. 773; μῶν τὴν θανοῦσαν ὠφελεῖν τι προσδοκᾷς, Eur. Alc. 1094, öfter; Her. 7, 156; ἆρ' οὐ προσδοκῶμεν εἶναί τινα ἄλλην τἑχνην, Plat. Soph. 234 c; σωτῆρας, Theaet. 170 b; auch pass., τὸ προσδοκώμενον ὑπὸ τῶν πολλῶν, Legg. XII, 966 e; Isocr. 4, 106; Sp., wie Pol. u. Plut., τὸ μέλλον πόῤῥωθεν Them. 3.

French (Bailly abrégé)

προσδοκῶ :
attendre, s'attendre à : τι à qch ; τινα attendre qqn ; avec l'inf. : s'attendre à ce que, etc.
Étymologie: πρός, δοκάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσδοκάω, Ion. προσδοκέω [πρός, δοκέω] verwachten, met acc. of met AcI.

Russian (Dvoretsky)

προσδοκάω: ион. προσδοκέω (aor. προσεδόκησα)
1 ожидать (νέον τι Soph.; ἐκεῖσε προσδόκα με Eur.);
2 ожидать, предполагать, думать: οἱ στρατιῶται προσεδόκων ἄγοντά τι σφίσιν ἥκειν Xen. солдаты думали, что (Хирисоф) прибудет с чем-нибудь; μηδεὶς ὑμῶν προσδοκησάτω ἄλλως Plat. пусть никто из вас не рассчитывает ни на что другое; προσεδοκᾶτο (pass.) πάνυ πολλὰ ἐκ τῆς ἀρχῆς ἔχειν Lys. полагали, что (Клеофонт) сильно нажился на своем посту.

English (Strong)

from πρός and dokeuo (to watch); to anticipate (in thought, hope or fear); by implication, to await: (be in) expect(-ation), look (for), when looked, tarry, wait for.

English (Thayer)

(προσδοκώ; imperfect 3rd person plural προσεδόκων (δοκεύω; πρός (which see IV:1) denotes mental direction); from Aeschylus and Herodotus down; to expect (whether in thought, in hope, or in fear); to look for, wait for: when the preceding context shows who or what is expected, τινα, one's coming or return, τί, Acts 3:5.

Greek Monotonic

προσδοκάω: Ιων. -έω, μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ ἐδόκησα· προσδοκώ·
1. με απαρ. μέλ., προσδοκώ ότι κάποιος θα κάνει ή ότι ένα πράγμα θα γίνει, σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίσης με απαρ. αορ. και ἄν, προσδοκώ ότι κάποιος θα έπραττε ή ότι ένα πράγμα θα γινόταν, σε Αριστοφ. κ.λπ.· χωρίς ἄν, Μενελέων προσδόκα μολεῖν, προσδοκώ την επιστροφή του, σε Αισχύλ.
2. με απαρ. ενεστ., σκέφτομαι, υποθέτω ότι κάποιος κάνει ή ότι ένα πράγμα είναι, σε Ευρ.
3. με αιτ. πράγμ., προσδοκώ, περιμένω ένα πράγμα, σε Αισχύλ. κ.λπ.· προσδοκάω τινά, προσμένω, περιμένω ένα πρόσωπο, σε Ευρ. κ.λπ.
4. Παθ., τὸ προσδοκώμενον, αντίθ. προς το ἄελπτον, σε Πλάτ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

προσδοκάω: Ἰωνικ. -έω· μέλλ. -ήσω· ἀόρ. -εδόκησα. Περιμένω τι, εἴτε ἐν ἐλπίδι εἴτε ἐν φόβῳ, πρῶτον παρ’ Ἡροδ.· τὸ πλεῖστον μετ’ ἀπαρ. μέλλ., προσδοκῶ ὅτι θὰ πράξῃ τίς τι ἢ ὅτι θὰ γίνῃ τι, 1. 42., 7. 156, 235, Αἰσχύλ. Πρ. 988, κτλ.· οὕτω μετ’ ἀπαρ. ἀορ. καὶ τοῦ ἄν, Ἀριστοφ. Βάτρ. 556, Πλάτ. Κρατ. 438Ε, Ξεν., κτλ.· ἄνευ τοῦ ἄν, Μενέλεων… προσδόκα μολεῖν (= τὸ μολεῖν αὐτὸν) Αἰσχύλ. Ἀγ. 674. 2) μετ’ ἀπαρ. ἐνεστ., νομίζω, στοχάζομαι, ὑποθέτω ὅτι τις πράττει τι ἢ ὅτι πρᾶγμά τι εἶναι…, Εὐρ. Ἄλκ. 1091, Πλάτ. Νόμ. 803Ε, Ξεν. Ἀν. 5. 9, 16· μετ’ ἀπαρ. πρκμ., νομίζω ὅτι τι ἔχει ὑπάρξῃ.., Πλάτ. Πολιτ. 275Α. 3) μετ’ αἰτ. πράγμ., περιμένω, ἀναμένω τι, Αἰσχύλ. Πρ. 1026, Σοφ. Φιλ. 784, Ἀντιφῶν 131. 36, κτλ.· πρ. τινα περιμένω τινά, Εὐρ. Ἄλκ. 363, Ξεν., κλπ. 4) ἀπολ., ἰλλὸς γεγένημαι προσδοκῶν, ἐκ τῆς προσδοκίας, περιμένων. Ἀριστοφ. Θεσμ. 846 μηδείς... προσδοκησάτω ἄλλως (ἐξυπακ. τοῦτ’ ἔσεσθαι) Πλάτ. Ἀπολ. 17C· πρᾶγμ’ ἔστ’ ἐπίπονον τὸ προσδοκᾶν Μέναδρ. ἐν «Κιθ.» 7. 5) Παθ., τὸ προσδοκώμενον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἄελπτον, Εὐρ. Ἀποσπ. 554, Πλάτ., κλπ.· ἐλπίδα τῶν δωρεῶν προσδοκᾶσθαι Δημ. 1468. 13. 6) ἐν τῷ παθ., ὡσαύτως, ὁ Νικίου οἶκος προσεδοκᾶτο εἶναι... ἑκατὸν ταλάντων, ἐνομίζετο ὅτι εἶχεν ἀξίαν, Λυσί. 156. 7· προσεδοκᾶτο ἔχειν αὐτόθι 14. ― (Τὸ ἁπλοῦν δοκάω δὲν εὑρίσκεται, ἀλλὰ μόνον, δοκέω, δοκεύω).

Middle Liddell

ionic -έω fut. ήσω aor1 εδόκησα
to expect:
1. c. inf. fut. to expect that one will do or that a thing will be, Hdt., etc.; so, c. inf. aor. and ἄν, that one would do or that a thing would be, Ar., etc.; without ἄν, Μενελέων προσδόκα μολεῖν expect his arrival, Aesch.
2. c. inf. praes. to think, suppose that one is doing or that a thing is, Eur.
3. c. acc. rei, to expect, look for a thing, Aesch., etc.; πρ. τινά to expect, wait for a person, Eur., etc.
4. Pass., τὸ προσδοκώμενον, opp. to τὸ ἄελπτον, Plat., etc.

Chinese

原文音譯:prosdok£w 普羅士-多卡哦
詞類次數:動詞(16)
原文字根:向著-似是 相當於: (שָׂבַר‎)
字義溯源:期望,等候,尋求,盼望,指望,懸望,仰望,想到,想,觀察,預期;由(πρός)=向著)與(δογματίζω)X*=守衛)組成;其中 (πρός)出自(πρό)*=前)。參讀 (ἀναμένω)同義字
出現次數:總共(16);太(2);路(6);徒(5);彼後(3)
譯字彙編
1) 我們等候(3) 太11:3; 路7:19; 路7:20;
2) 等候(3) 路1:21; 路8:40; 徒10:24;
3) 想⋯到的(2) 太24:50; 路12:46;
4) 你們盼望(1) 彼後3:14;
5) 我們⋯盼望(1) 彼後3:13;
6) 仰望(1) 彼後3:12;
7) 想(1) 徒28:6;
8) 指望著(1) 路3:15;
9) 指望(1) 徒3:5;
10) 懸望(1) 徒27:33;
11) 觀察(1) 徒28:6