σαρκόρριζος
From LSJ
ἰχθύς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται → the fish stinks from the head, a fish rots from the head down, the fish rots from the head down, fish begin to stink at the head, the fish stinks first at the head, corruption starts at the top, the rot starts at the top
English (LSJ)
ον, A with a fleshy root, Thphr.HP7.12.1, Od.63.
Greek (Liddell-Scott)
σαρκόρριζος: -ον, ὁ ἔχων ῥίζας σαρκώδεις, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 12, 1, π. Ὀσμ. 63.
Greek Monolingual
-η, -ο / σαρκόρριζος, -ον, ΝΑ
(για φυτά) αυτός που έχει σαρκώδεις ρίζες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -ρριζος (< ῥίζα), πρβλ. λεπτό-ρριζος, φλοιό-ρριζος].