στοιχιαῖος

From LSJ
Revision as of 09:50, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep

Gnomologium Vaticanum, 446
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στοιχιαῖος Medium diacritics: στοιχιαῖος Low diacritics: στοιχιαίος Capitals: ΣΤΟΙΧΙΑΙΟΣ
Transliteration A: stoichiaîos Transliteration B: stoichiaios Transliteration C: stoichiaios Beta Code: stoixiai=os

English (LSJ)

α, ον, A equal to one row or course, in masonry, ὑπερτόναια . . πάχος στοιχιαῖα μῆκος ὀκτώποδα IG22.463.57.

Greek (Liddell-Scott)

στοιχιαῖος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς μίαν σειρὰν ἢ στρῶμα, ἐν τοιχοδομία, Ἐπιγρ. παρὰ Müller Munim. Ath. σ. 36.

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
(δομ.) αυτός που έχει διαστάσεις στοίχου («ὑπερτόναια... πάχος στοιχιαῑα, μῆκος ὀκτώποδα», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στοῖχος + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. ποδ-ιαῖος)].