στρεψηλάκατος

Revision as of 09:50, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

[ᾰκ], ον, A turning the spindle, epith. of δαίμονες, PMag.Par.1.1358.

Spanish

que hace girar el eje

Greek Monolingual

-ον, Α
(ως προσωνυμία τών δαιμόνων) αυτός που περιστρέφει την ηλακάτη, τη ρόκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρεψ- του αόρ. -στρεψ-α του στρέφω + ἠλακάτη (πρβλ. χρυσ-ηλάκατος)].