ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
Full diacritics: συμπεριπίπτω | Medium diacritics: συμπεριπίπτω | Low diacritics: συμπεριπίπτω | Capitals: ΣΥΜΠΕΡΙΠΙΠΤΩ |
Transliteration A: symperipíptō | Transliteration B: symperipiptō | Transliteration C: symperipipto | Beta Code: sumperipi/ptw |
A fall about together, Hypsaeus ap.Stob.4.31.45.
συμπεριπίπτω: περιπίπτω ὁμοῦ, Ὑψαῖος παρὰ Στοβ. 505. 50.
Α περιπίπτω
πέφτω μαζί με άλλον, ξαπλώνομαι συγχρόνως.
Α περιπίπτω
πέφτω μαζί με άλλον, ξαπλώνομαι συγχρόνως.