συρμαϊσμός

Revision as of 11:15, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ὁ, A use of an emetic, ἐμεῖν ἀπὸ σ. Hp.Art.40, cf. Gal.18(1).484, Ruf. Interrog.70, Ps.-Diocl.ap Paul.Aeg.1.100.

Greek (Liddell-Scott)

συρμαϊσμός: ὁ, ἡ χρῆσις ἐμετικοῦ φαρμάκου, ἐμεῖν ἀπὸ σ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 805.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ συρμαΐζω
η χρησιμοποίηση συρμαίας ως εμετικού φαρμάκου
αρχ.
ο χυμός του φυτού συρμαία.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συρμαϊσμός -οῦ, ὁ [συρμαΐζω] het gebruik van braakmiddelen.