σχοινιοστρόφος

Revision as of 12:03, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ὁ, A rope-maker, Poll.7.160; cf. σχοινοστρόφος. 2 water-drawer, Sch.Ar.Ra.1332. II σχοινιόστροφον, τό, = ἵππουρις, Ps.-Dsc.4.46. 2 = κάνναβις ἥμερος, Id.3.148.

German (Pape)

[Seite 1056] Il Stricke drehend. – 2) das Brunnenseil drehend u. damit Wasser schöpfend, Schol. Ar. Ran. 1332.

Greek (Liddell-Scott)

σχοινιοστρόφος: ὁ, ὁ στρέφων, κατασκευάζων σχοινία, Πολυδ. Z΄, 160. 2) ὁ ἀντλῶν ὕδωρ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1297. ΙΙ. σχοινιόστροφον, τό, φυτόν τι, Διοσκ. (ἐν τοῖς Νόθ.) 4. 46.

Greek Monolingual

και σχοινοστρόφος, ὁ, Α
1. αυτός που συστρέφει σχοινιά, ο σχοινοπλόκος
2. αυτός που περιστρέφει σχοινί για την άντληση νερού
3. (κατ' επέκτ.) αυτός που αντλεί νερό
4. το φυτό κάναβη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοινίον / σχοῖνος + -στροφος (< στρέφω)].