τέγη

Revision as of 12:20, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, A = στέγη, τέγος, D.C.39.61 (τέγναις codd.), Hsch. 2 = τέγος III, Vett.Val.121.32.

German (Pape)

[Seite 1079] ἡ, = στέγη, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

τέγη: ἡ, = στέγη, τέγος, Δίων Κ. 39. 61· «τέγη· στέγη, οἴκημα· Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. στέγη
2. πορνείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στεγ- του στέγω (< ΙΕ ρίζα steg-) + κατάλ. -η χωρίς αρκτικό σ- (πρβλ. και στέγη)].