τατός

From LSJ
Revision as of 12:28, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰτός Medium diacritics: τατός Low diacritics: τατός Capitals: ΤΑΤΟΣ
Transliteration A: tatós Transliteration B: tatos Transliteration C: tatos Beta Code: tato/s

English (LSJ)

ή, όν, A that can be stretched, Arist.HA519a32.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰτός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ ἐκτείνῃ ἢ τεντώσῃ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 13, 1. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 54.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να εκτείνει, να τεντώσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα τă- του τείνω (πρβλ. τάσις)].

Russian (Dvoretsky)

τατός: [adj. verb. к τείνω растяжимый (δέρμα Arst.).