τετρίγει
From LSJ
English (LSJ)
τετρῑγυῖα, τετρῑγῶτας, A v. τρίζω.
Greek (Liddell-Scott)
τετρίγει: τετρῑγυῖα, τετρῑγῶτας, ἴδε τρίζω,
English (Autenrieth)
see τρίζω.
Greek Monotonic
τετρίγει: [ῑ], Επικ. γʹ ενικ. υπερσ. του τρίζω· τετρῑγῶς, -υῖα, μτχ. παρακ.· τετρῑγῶτας, Επικ. αντί τετριγότας, αιτ. πληθ.
Russian (Dvoretsky)
τετρίγει: эп. 3 л. sing. ppf. к τρίζω.