τμήγας

Revision as of 13:05, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

γατόμος, ἀροτήρ, Hsch. τμῆγος· ἀρότης (quod delendum), βούτμημα, i.e. A furrow, Id.

Greek (Liddell-Scott)

τμήγας: παρ’ Ἡσυχ., = γατόμος, ἀροτήρ. - Παρ’ αὐτῷ εὕρηται καὶ τμῆγος· [[[ἀρότης]]], βούτμημα, - ὅπερ ὁ Μουσοῦρος διώρθωσε τμῆγος ἀρότρου· βούτμημα, αὖλαξ.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «γατόμος, ἀροτήρ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < τμήγω «τέμνω, σχίζω» + κατάλ. -ας].