τριχιάω
From LSJ
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
English (LSJ)
A suffer from τριχίασις 1, Gal.12.740. II suffer from τριχίασις 111.1, Arist.HA587b26; of the breasts, ὁκόταν γυναικὶ μαζὸς τριχιήσῃ Hp.Mul.2.186 (τριχιάσηται Erot.).
Greek (Liddell-Scott)
τρῐχιάω: πάσχω ἐκ τριχιάσεως (Ι), Γαλην. ΙΙ. πάσχω ἐκ τριχιάσεως (ΙΙΙ), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 11, 1· - ἐν τῷ μέσ. τύπῳ ἐπὶ τῶν μαστῶν, ὁπόταν γυναικὶ ὁ μαζὸς τριχιάσηται (ὡς ὁ Foës. ἀντὶ τραχὺς γένηται) Ἱππ. 666. 31.
Russian (Dvoretsky)
τρῐχιάω: страдать грудницей Arst.