φιλοδωρία

Revision as of 14:05, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, A fondness for giving, bounteousness, IG7.101 (Megara), Luc.Vit.Auct.18, AelVH9.1, CIG2870 (Branchidae).

German (Pape)

[Seite 1279] ἡ, Schenkliebe, Freigebigkeit, Luc. vit. auct. 8.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοδωρία: ἡ, τὸ φιλοδωρεῖν, γενναιοδωρία, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 18, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 9. 1, Συλλ. Ἐπιγρ. 2870.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
habitudes de générosité, de munificence.
Étymologie: φιλόδωρος.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ φιλόδωρος
η ιδιότητα του φιλόδωρου, γενναιοδωρία.

Greek Monotonic

φῐλοδωρία: ἡ, αρέσκεια στην παραχώρηση, γενναιοδωρία, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

φιλοδωρία: ἡ страсть делать подарки, щедрость Luc.

Middle Liddell

φῐλοδωρία, ἡ,
fondness for giving, bounteousness, Luc.