φιλοχρηματία

Revision as of 14:10, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, A love of money, Poet. ap. Zen.2.24, Pl.R.391c, Lg.747b, 938b, Eus.Mynd.13, etc.; ἁ φ. Σπάρταν ὀλεῖ, a Spartan proverb, Arist.Fr.544.

German (Pape)

[Seite 1288] ἡ, Geldgier, Habsucht, Streben nach Reichthum; Eur. Ep. 5; Plat. Rep. III, 391 c Legg. V, 747 b; Folgde, wie Plut. Sol. 14.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοχρημᾰτία: ἡ, ἡ τῶν χρημάτων ἀγάπη, Ποιητὴς παρὰ Ζηνοβ. 2. 24, Πλάτ. Πολ. 391C, Νόμ. 747Β, 938Β· ― ἁ φ. Σπάρταν ὀλεῖ, Σπαρτιακὴ παροιμία, Ἀριστ. Ἀποσπ. 501.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
amour de l’argent.
Étymologie: φιλοχρήματος.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ φιλοχρήματος
υπέρμετρη αγάπη προς το χρήμα, έντονη επιθυμία απόκτησης χρημάτων.

Greek Monotonic

φῐλοχρημᾰτία: ἡ, αγάπη για τα χρήματα, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

φιλοχρημᾰτία: ἡ жадность к деньгам, сребролюбие Plat., Arst., Plut.

Middle Liddell

φῐλοχρημᾰτία, ἡ, [from φῐλοχρημᾰτέω]
love of money, Plat.

English (Woodhouse)

miserliness, greed of money