χαμαιλεύκη
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
English (LSJ)
ἡ, A = βήχιον, Ps.-Dsc.3.112; also = χαμαίκισσος, ib.4.125.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰμαιλεύκη: ἡ, = βήχιον, tussilago, ἡ ἔτι καὶ νῦν καλουμένη χαμολεύκη ἐν Κεφαλληνίᾳ. Διοσκ. (ἐν τοῖς Νοθ.) 3. 126, Πλίν. 24. 83· - ἀλλὰ τὸ ὄνομα τοῦτο φαίνεται ὅτι ἐδίδετο καὶ εἰς ἄλλα φυτά, Διοσκ. (ἐν τοῖς Νόθ) 4. 126.