χορτηγός
From LSJ
English (LSJ)
ον, A hay-carrying, πλοῖα PCair.Zen.191.7 (iii B. C.).
Greek Monolingual
-όν, Α
αυτός που μεταφέρει χόρτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + -ηγός (< ἄγω), πρβλ. ὁδ-ηγός. Το -η- του τ. οφείλεται σε μετρικούς λόγους].
Full diacritics: χορτηγός | Medium diacritics: χορτηγός | Low diacritics: χορτηγός | Capitals: ΧΟΡΤΗΓΟΣ |
Transliteration A: chortēgós | Transliteration B: chortēgos | Transliteration C: chortigos | Beta Code: xorthgo/s |
ον, A hay-carrying, πλοῖα PCair.Zen.191.7 (iii B. C.).
-όν, Α
αυτός που μεταφέρει χόρτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + -ηγός (< ἄγω), πρβλ. ὁδ-ηγός. Το -η- του τ. οφείλεται σε μετρικούς λόγους].