χρονιότης
English (LSJ)
ητος, ἡ, A long duration, Thphr.HP9.14.2, Sor.2.28, Theol.Ar.23.
German (Pape)
[Seite 1378] ητος, ἡ, lange Zeit, lange Dauer, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χρονιότης: -ητος, ἡ, μακρὰ διάρκεια, ἀργοπορία, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 9. 14, 2.