χρονιότης

From LSJ

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρονιότης Medium diacritics: χρονιότης Low diacritics: χρονιότης Capitals: ΧΡΟΝΙΟΤΗΣ
Transliteration A: chroniótēs Transliteration B: chroniotēs Transliteration C: chroniotis Beta Code: xronio/ths

English (LSJ)

-ητος, ἡ, long duration, Thphr. HP 9.14.2, Sor.2.28, Theol.Ar.23.

German (Pape)

[Seite 1378] ητος, ἡ, lange Zeit, lange Dauer, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χρονιότης: -ητος, ἡ, μακρὰ διάρκεια, ἀργοπορία, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 9. 14, 2.

Greek Monolingual

-ητος, ἡ, Α χρόνιος
μεγάλη διάρκεια.