χρυσοκόμη

Revision as of 15:50, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, A immortelle, Helichrysum orientale, Dsc.4.55, Plin.HN21.50, 148.

German (Pape)

[Seite 1381] ἡ, Goldhaar, Pflanze, Diosc., Plin.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσοκόμη: ἡ, φυτόν τι, Chrysocoma linosyris, Ἀριστοτ. περὶ Φυτ. 2. 7, 1, Διοσκ. 4. 55· πρβλ. χρυσίτης.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
νεοελλ.
βοτ. γένος θαμνωδών φυτών
αρχ.
μικρό φρυγανώδες φυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + κόμη (πρβλ. κερασ-κόμη). Ως όρος της βοτ., η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. chrysocoma].

Russian (Dvoretsky)

χρῡσοκόμη: ἡ бот. хрисокома, «златовлас» (Chrysocoma linosyris, из семейства сложноцветных) Arst.