ἀλεύκαντος
From LSJ
English (LSJ)
ον, A not growing white, τρίχες Cat. Cod.Astr. 8(3).157, cf. Gloss.
Spanish (DGE)
-ον
que no encanece τρίχες Cat.Cod.Astr.8(3).157, cf. Gloss.2.224.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀλεύκαντος, -ον) λευκαίνω
αυτός που δεν λευκάνθηκε, δεν άσπρισε.