ἀνομοιοβαρής

From LSJ
Revision as of 19:10, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνομοιοβᾰρής Medium diacritics: ἀνομοιοβαρής Low diacritics: ανομοιοβαρής Capitals: ΑΝΟΜΟΙΟΒΑΡΗΣ
Transliteration A: anomoiobarḗs Transliteration B: anomoiobarēs Transliteration C: anomoiovaris Beta Code: a)nomoiobarh/s

English (LSJ)

ές, A of unevenly distributed weight, Arist.Cael.273b23.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνομοιοβᾰρής: -ές, ὁ ἔχων ἄνισον βάρος, Ἀριστ. Οὐρ. 1. 6, 8.

Spanish (DGE)

-ές
que tiene el peso desigualmente distribuido τὸ μέγεθος Arist.Cael.273b23.

Greek Monolingual

-ές (Α ἀνομοιοβαρής)
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει ίσο βάρος με άλλον, ανισοβαρής
αρχ.
αυτός του οποίου το βάρος είναι άνισα κατανεμημένο.

Russian (Dvoretsky)

ἀνομοιοβᾰρής: неодинакового веса Arst.