ἀντεναντίωσις

Revision as of 19:15, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

εως, ἡ, Rhet., A positive statement made in a negative form, as οὐκ ἐλάχιστα for μέγιστα, Alex.Fig.2.23, Zonae.Fig. 22.

German (Pape)

[Seite 246] ἡ, die Redefigur, welche durch Verneinung eines Begriffs den entgegengesetzten bezeichnet, Rhett.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντεναντίωσις: -εως, ἡ, ῥητορικὸν σχῆμα καθ’ ὃ τὸ ἐναντίον ὄνομά τινος τιθέντες αὐτὸ ἐκεῖνο σημαίνομεν, οἷον ἐχθροὺς ἔσχεν οὐ τοὺς ἀδυνατωτάτους λέγειν καὶ πράττειν, δηλ. τοὺς δυνατωτάτους, Ρήτορες (Walz) 8. 481.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ ret. lítotes Alex.Fig.2.23, Zonae.22.

Russian (Dvoretsky)

ἀντεναντίωσις: εως ἡ рит. антэнантиоза (положительное высказывание в отрицательной форме, напр., οὐ κακός вм. καλός).