ἀντλητικός
From LSJ
English (LSJ)
ή, όν, A for irrigation, ἄξων POxy.137.20 (vi A.D.); suitable for irrigation, κτήματα PFlor.148.3 (iii A.D.).
Spanish (DGE)
-ή, -όν
que sirve para el riego κτήματα PFlor.148.3 (III d.C.), βοῦν PWash.Univ.32.4 (III/IV d.C.), ἄξων POxy.137.20 (VI d.C.), cf. CPR 1.232.11.
Greek Monolingual
-ή, -ό
ο κατάλληλος για άντληση νερού.