ἀποστέγασμα

Revision as of 20:38, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ατος, τό, A protection against, ψύχους Thphr.CP5.13.3.

German (Pape)

[Seite 326] τό, Schutzdach, ψύχους, zur Abhaltung der Kälte, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποστέγασμα: τό, στέγασμα ἐναντίον τινός, ἔχει προβολὴν καὶ οἷον ἀποστέγασμα τοῦ ψύχους τὴν ἀλμυρίδα Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 5. 13, 3.

Spanish (DGE)

-ματος, τό protección contra τοῦ ψύχους Thphr.CP 5.13.3.

Greek Monolingual

ἀποστέγασμα, το (Α)
σκέπη για να φυλαχθεί κανείς από κάτιἀποστέγασμα ψύχους»).