ἀσυντέλεστος

Revision as of 23:20, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A incomplete, IPE12.32B57 (Olbia, iii B.C.), D.S.4.12, Plu.2.1056d, POxy.707.30 (iii A. D.); not executed, Annuario 4/5.225 (Rhodes, ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 381] unvollendet, unvollkommen, Plut. Stoic. repugn. 47 g. E.; D. Sic. 4, 12. 12, 26.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσυντέλεστος: -ον, ὁ μὴ συντελεσμένος, ὁ μὴ ἀποπερατωθείς, Συλλ. Ἐπιγρ. 2058Β. 57, Διόδ. 4, 12, Πλούτ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
incomplet, inachevé.
Étymologie: ἀ, συντελέω.

Spanish (DGE)

-ον
1 incompleto ἡ κατὰ τὸν ... πύργον σχοινιαία IPE 12.32B.58 (Olbia III a.C.), διῶρυξ D.S.1.33, ἆθλον D.S.4.12, νομοθεσία D.S.12.26, αἱ τοῦ Διὸς κινήσεις καὶ σχέσεις Plu.2.1056d, (τροχὸν) ἀσυντέλεστον καταλελοιπέναι POxy.707.30 (II d.C.).
2 no realizado τὰ δεδογμένα τῷ κοινῷ SEG 3.674A.23 (Rodas II a.C.).

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀσυντέλεστος, -ον)
αυτός που δεν έχει συντελεστεί ή εκτελεστεί, ο ασυμπλήρωτος.

Russian (Dvoretsky)

ἀσυντέλεστος: незаконченный, незавершенный, неполный Diod., Plut.