ἀστραγαλιστικός

Revision as of 23:25, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ή, όν, A of the dice, βόλος Eust.1397.47.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστρᾰγᾰλιστικός: -ή, -όν, ὁ τοῦ ἀστραγάλου, ἀνήκων εἰς τὸν ἀστράγαλον, καί τις βόλος ἀστραγαλιστικὸς κύων ἐκαλεῖτο Εὐστ. 1397. 47.

Spanish (DGE)

-όν de tabas, βόλος Eust.1397.47.

Greek Monolingual

ἀστραγαλιστικός, -ή, -όν (Α) αστραγαλίζω
ο σχετικός με αστραγάλους.