ἐκκιρρόω
From LSJ
Ὁμιλίας δὲ τὰς γεραιτέρων (γεραιτέρας) φίλει → Seniliores quaere amicitias tibi → Den Umgang mit den Älteren erwähle dir
English (LSJ)
pf. ἐκκεκίρρωκα, A become hardened, Hippiatr.104.
Spanish (DGE)
endurecer οἱ (ἵπποι) ... ἐκκεκιρρωκότες τὰ κατ' ὄνυχα τῆς ὁπλῆς Hippiatr.104.2.2.