ἐκμυκτηρισμός
From LSJ
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
English (LSJ)
ὁ, A derision, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκμυκτηρισμός: μυκτηρισμός.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ mofa Hsch.
Greek Monolingual
ἐκμυκτηρισμός, ο (Α)
χλευασμός.