ἐμμάσσομαι

Revision as of 01:50, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

Att. ἐμμάττομαι, aor. 1 ἐνεμαξάμην (v. infr.), A knead bread in, ἐν θυείᾳ στρογγύλῃ 'νεμάττετο Ar.Nu.676 (cj. Dobr. for γ' ἀνεμάττετο). II press upon, inflict, αὐχένι κέντρον Nic.Th.767; κῆρά τινι Opp.H.2.502; ὀργήν τινι Call.Dian.124; ἰδμοσύνην στέρνοις ἐνεμάξατο APl.4.273 (Crin.):—late in Act., smear, ζωγραφίαν μέλανι PMag.Lond.121.230.

German (Pape)

[Seite 807] Dep. med., hineinkneten, -drücken; κέντρον τινί Nic. Th. 367, wie Bian. 15 (IX, 548); κῆρά τινι Opp. Hal. 2, 502; χαλεπὴν ὀργήν τινι Callim. Dian. 124. – Eust. hat auch das act.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμμάσσομαι: Ἀττ. -ττομαι: μέλλ. -ξομαι: ἀποθ.: - ζυμώνω ἄρτον ἐντὸς ἀγγείου τινός, ἐν θυείᾳ στρογγύλῃ ’νεμάττετο Ἀριστοφ. Νεφ. 673. (Κατὰ τὸν Dobree ἀντὶ γ’ ἀνεμάττετο). ΙΙ. ἐμβάλλω, ἐμπήγω, αὐτὰρ ὁ κέντρον αὐχένι τ’ ἀκροτάτῳ κεφαλῇ τ’ ἐνεμάξατο φωτὸς Νικ. Θηρ. 767· κῆρά τινι Ὀππ. Ἁλ. 2. 502· ὀργήν τινι Καλλίμ. εἰς Ἄρτεμ. 124· ἰδμοσύνην στέρνοις ἐνεμάξατο Ἀνθ. Πλαν. 273· ἐνεργ. παρ’ Εὐστ. ἐν Πονηματ. 119. 38.

Greek Monolingual

ἐμμάσσομαι και αττ. τ. ἐμμάττομαι (Α)
1. ζυμώνω
2. σφηνώνω, μπήγω.

Russian (Dvoretsky)

ἐμμάσσομαι: атт. ἐμμάττομαι
1) месить, мять тесто (ἐν θυείᾳ Arph.);
2) ирон. впихивать (в рот), вонзать (ἀντὶ θοίνης φοίνια κέντρα τινί Anth.).