γηράσκω
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
English (LSJ)
fut. γηράσομαι [ᾱ] Critias 1.5 (and in compds., ἐγ-, κατα-, συγ-, Th.6.18, Ar.Eq.1308, E.Fr.1058);
A γηράσω Pl.R.393e: poet. inf. γηρᾱσέμεν Simon.85.9: aor. ἐγήρᾱσα (κατ-) Hdt.2.146, Pl.Tht.202d (also causal, cf. infr. 11): acc. fem. part. γηράσασαν (v.l. γηρᾶσαν) Hdt.7.114: pf. γεγήρᾱκα S.OC727, etc.:—also γηράω X. Cyr.4.1.15, Arist.EN1135b2, Men.481.14, Plu.2.911b, part. γηρῶν Epict.Fr.3: aor. 2 (as if from γήρημι or γήρᾱμι) ἐγήρα Il.7.148, 17.197, Od.14.67, (κατ-) Hdt.6.72; inf. γηράναι [ᾰ] A.Ch.908 (cum Sch.), S.OC870 (so EM230.53, but γηρᾶναι Moer.115), part. γηράς Il.17.197, dat. pl. γηράντεσσι Hes.Op.188, gen. pl. <ὑπερ-> γηράντων dub. in Ael.NA7.17; also γηρείς, έντος, Xenoph.9:—Med., γηράσκομαι Hes.Fr.171:—Pass., (ὑπερ-) γηραθείς Ps.-Callisth.1.25:—grow old, and in aor. and pf., to be so, κηρύσσων γήρασκε grew old in his office of herald, Il.17.325, cf. 2.663, etc.; of things, ὄγχνη ἐπ' ὄγχνῃ γ. Od.7.120; χρόνος γηράσκων A.Pr.981; πάλιν γὰρ αὖθις παῖς ὁ γ. ἀνήρ S.Fr.487; μετὰ τὴν δόσιν γ. χάρις Men.Mon.347; τὸ τῆσδε χώρας οὐ γεγήρακε σθένος S.OC727: c. acc. cogn., βίον τοιοῦτον γηράναι ib.870:—so in Med., Hes.Fr.171. II causal in aor. 1 ἐγήρᾱσα, bring to old age, ἐγήρασάν με τροφῇ A.Supp.894; γηράσας πόδα (but perh. acc. cogn.) AP6.94 (Phil.). (Akin to γέρων, γῆρας.)