ἰσχυροσώματος
English (LSJ)
ον, A gloss on ὀβριμοεργός, Sch.Opp.H.1.360.
German (Pape)
[Seite 1273] von starkem Körper, Schol. Opp. Hal. 1, 360.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσχῡροσώματος: -ον, ἔχων ἰσχυρὸν σῶμα, δυνατός, Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἀλ. 1. 360.
Greek Monolingual
ἰσχυροσώματος, -ον (Α)
αυτός που έχει ισχυρό σώμα, ρωμαλέος, δυνατός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + -σώματος (< σῶμα), πρβλ. απαλο-σώματος, ηδυ-σώματος].