ὑδατοτρεφής
English (LSJ)
ές, A bred in water, growing in or by the water, αἴγειροι Od.17.208.
German (Pape)
[Seite 1172] ές, vom, im Wasser genährt, im, am Wasser wachsend, αἴγειροι, Od. 17, 208.
Greek (Liddell-Scott)
ὑδᾰτοτρεφής: -ές, ὡς τὸ ὑδᾰτοθρέμμων, ὁ ὑπὸ ὕδατος τρεφόμενος ἢ αὐξόμενος, ἀμφὶ δ’ ἄρ’ αἰγείρων ὑδατοτρεφέων ἦν ἄλσος Ὀδ. Ρ. 208· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 577.
French (Bailly abrégé)
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που τρέφεται με νερό ή αυξάνεται από το νερό ή μέσα στο νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ὕδατος + -τρεφής (< τρέφος < τρέφω), πρβλ. ανεμο-τρεφής].
Greek Monotonic
ὑδᾰτοτρεφής: -ές (τρέφομαι), αυτός που μεγαλώνει μέσα ή κοντά σε νερό, υδρόβιος, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ὑδᾰτοτρεφής: (ῠ) растущий у воды (αἴγειροι Hom.).
Middle Liddell
ὑδᾰτο-τρεφής, ές [τρέφομαι]
growing in or by the water, Od.