ὡριμότης
English (LSJ)
ητος, ἡ, A ripeness, seasonableness, Sch.D Il.19.119.
Greek (Liddell-Scott)
ὡρῐμότης: -ητος, ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ ὥριμος, κοινῶς «ὡριμάδα», Σχόλ. εἰς Ἰλ. Τ. 119.
ητος, ἡ, A ripeness, seasonableness, Sch.D Il.19.119.
ὡρῐμότης: -ητος, ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ ὥριμος, κοινῶς «ὡριμάδα», Σχόλ. εἰς Ἰλ. Τ. 119.