σκάμβυκες

From LSJ
Revision as of 15:50, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκάμβυκες Medium diacritics: σκάμβυκες Low diacritics: σκάμβυκες Capitals: ΣΚΑΜΒΥΚΕΣ
Transliteration A: skámbykes Transliteration B: skambykes Transliteration C: skamvykes Beta Code: ska/mbukes

English (LSJ)

σκόλοπες, χάρακες, Hsch.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «σκόλοπες, χάρακες».
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. του καθημερινού λεξιλογίου σχηματισμένη από το επίθ. σκαμβός με επίθημα -υξ, -υκος (πρβλ. κάλ-υξ)].