díctamo
From LSJ
Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht
Spanish > Greek
ἀγριοβλησκούνιον, ἀγριοφλησκούνι, ἀγριοφλησκούνιον , ἀγριοφλισκούνι, ἀρτεμιδήιον, ἀρτεμίδιον, βελουλκός, βλήχων, δικταμνοειδής, δίκταμνον, δίκταμον, δίψακος, δορκάδιον, ἐλαιοτόκος