σπαργανώνω
From LSJ
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
Greek Monolingual
σπαργανῶ, σπαργανόω, ΝΑ, και μέσ. επικ. τ. σπαργνοῦμαι, σπαργνόομαι, Α σπάργανον
(σχετικά με βρέφος) περιτυλίγω με σπάργανα, φασκιώνω (α. «να σπαργανώσεις το παιδί» β. «βρέφος ἐσπαργανωμένον», ΚΔ).