ίδος, ἡ, = φωνίον (quiet voice), Hdn. Gr. 1.94, 2.859.
Greek Monolingual
-ίδος, η, ΝΑ, και φωνίδα Ν νεοελλ. μετρολ.άλληονομασία της μονάδας φων αρχ. φωνίον. [ΕΤΥΜΟΛ.<φωνή+ κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ.πινακ-ίς / -ίδα). Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. phone (<φωνή)].