κοσμαρίδιον
English (LSJ)
τό, Dim.of A κόσμος ΙΙ (small ornament, small decoration), POxy.903.29 (iv A. D.).
Greek Monolingual
κοσμαρίδιον, τὸ (Α)
μικρό κόσμημα, κοσμηματάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόσμος «διάκοσμος, στολίδι»].
τό, Dim.of A κόσμος ΙΙ (small ornament, small decoration), POxy.903.29 (iv A. D.).
κοσμαρίδιον, τὸ (Α)
μικρό κόσμημα, κοσμηματάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόσμος «διάκοσμος, στολίδι»].