δυσήριστος
From LSJ
Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt
English (LSJ)
ον, = δύσηρις (quarrelsome, contentious), Hsch. ; also, = ἀμφίβολος, Id.
Greek (Liddell-Scott)
δυσήριστος: καὶ -ριτος, ον, = τῷ προηγ., Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
v. δυσέριστος.